Οι
εκλογές του Δεκεμβρίου του 1923
ανέδειξαν ένα κοινοβούλιο όπου
τη συντριπτική πλειοψηφία την
είχαν οι αντιμοναρχικοί. Στις 25
Μαρτίου του 1924 ανακηρύχθηκε
αβασίλευτος δημοκρατία. Η
νέα Ελληνική Δημοκρατία πέρασε
από διαδοχικές κρίσεις. Το
Μάρτιο του 1935 έλαβε χώρα μια
σοβαρή αλλά ανεπιτυχής εξέγερση
υπό το Βενιζέλο και το Στρατηγό
Πλαστήρα. Τον Ιούλιο του ίδιου
έτους ο Αναπληρωτής
Πρωθυπουργός Στρατηγός Κονδύλης
δήλωσε ότι πίστευε πως πρέπει να
αποκατασταθεί η συνταγματική
μοναρχία, καθώς θεωρούσε ότι
αυτή θα επέφερε την ομαλότητα
και τον σεβασμό στο κράτος. Ο
Κονδύλης έγινε Πρωθυπουργός τον
Οκτώβριο του 1935, και στις 3
Νοεμβρίου του ίδιου έτους
διεξήχθη δημοψήφισμα σχετικά με
την επαναφορά της μοναρχίας. Ο
Βασιλεύς Γεώργιος Β΄ και ο
Διάδοχος Παύλος επέστρεψαν στην
Ελλάδα στις 25 Νοεμβρίου του 1935.
|

|
Στα
τέλη του 1924 επικράτησε υψηλή
ζήτηση συναλλάγματος στην
ελληνική αγορά. H Eθνική Tράπεζα
προσπάθησε να ικανοποιήσει αυτή
την αυξημένη ζήτηση, προχωρώντας
στην αύξηση της προσφοράς ξένου
νομίσματος, γεγονός που οδήγησε
στη μείωση των συναλλαγματικών
της αποθεμάτων. Aυτή η τάση
συνεχίστηκε και κατά το
οικονομικό έτος 1925-26.
Περιορίστηκε έτσι σημαντικά η
δυνατότητα της Εθνικής Τράπεζας
να ελέγχει τη νομισματική
κυκλοφορία με βάση τα
συναλλαγματικά της αποθέματα
καθώς και η ικανότητά της να
διατηρεί την τιμή του
συναλλάγματος σε θεμιτά επίπεδα.
Η τιμή άλλωστε της στερλίνας
διέγραψε ανοδική πορεία από τον
Ιανουάριο 1925, γεγονός που
δημιούργησε τάσεις κερδοσκοπίας.
H Eθνική Tράπεζα χρησιμοποιώντας
ως κάλυμμα τους λογαριασμούς σε
στερλίνες της Επιτροπής
Αποκαταστάσεως Προσφύγων
προχώρησε το Mάρτιο του 1925 σε
έκδοση χαρτονομίσματος.
Ενεργούσε έτσι σαν να είχαν
περιέλθει στην κατοχή και όχι
στη φύλαξη της Εθνικής Tράπεζας
οι στερλίνες του δανείου. Η
τεχνητή αυτή ενίσχυση των
καλυμμάτων της Εθνικής σε ξένο
συνάλλαγμα επανέφερε την αξία
της στερλίνας τον Απρίλιο του 1925
στις 260 δραχμές από τις 320 στις
οποίες είχε φτάσει, όμως η
βελτίωση αυτή ήταν μόνο
προσωρινή.
Με
ειδικά νομοθετικά διατάγματα
του Αυγούστου και του Οκτωβρίου
1925 περιορίστηκε η δυνατότητα των
τραπεζών να επιδίδονται σε
ανεξέλεγκτες αγοραπωλησίες
ξένου νομίσματος. Η πτώση όμως
της αξίας της δραχμής
συνεχίστηκε. Στις 31 Δεκεμβρίου
1925 η στερλίνα ξεπέρασε τις 375
δραχμές και η κυκλοφορία έφτασε
τα 5.339.000.000 δραχμές έναντι 4.896.000.000
του Δεκεμβρίου 1924. Η πτώση της
αξίας της δραχμής έναντι της
στερλίνας ήταν μεγαλύτερη από
την αύξηση της κυκλοφορίας,
εξέλιξη που επέτεινε τη φθίνουσα
εμπιστοσύνη του κοινού στο
εθνικό νόμισμα. Ο δείκτης του
κόστους ζωής αυξήθηκε από 1.414 το
1924 (έτος βάσης, 1914:100) σε 1.633 το 1925.
Το ψωμί στην Αθήνα από 4,36 δραχμές
το 1924 έφτασε τις 7,35 το 1926 και το
γάλα από 6,27 τις 8,79. Ο πληθωρισμός
συνοδευόταν από στενότητα
κεφαλαίων και ο επιχειρησιακός
κόσμος ζητούσε νέα έκδοση
νομίσματος, καθώς οι εκδόσεις ως
τότε προορίζονταν για την κάλυψη
των δημόσιων αναγκών, ενώ το
πιστοδοτικό κύκλωμα αδυνατούσε
να χρηματοδοτήσει τις άμεσες
επιχειρησιακές ανάγκες.
Η θέση
της Εθνικής Τράπεζας στις αρχές
του 1926 δεν ήταν καθόλου
αξιοζήλευτη. Από τον Ιούλιο του
προηγούμενου έτους είχε παγώσει
τις πληρωμές της, αλλά
εξακολουθούσε να χάνει τα
πλασματικά της καλύμματα, καθώς
η Επιτροπή Αποκαταστάσεως
Προσφύγων ενεργούσε αναλήψεις
από το λογαριασμό της, όπως
άλλωστε και οι καταθέτες
ωθούμενοι από την αυξημένη
ζήτηση χρήματος. Yπό τις συνθήκες
αυτές η διοίκηση της Τράπεζας
εισηγήθηκε στην κυβέρνηση την
επιβολή αναγκαστικού δανείου ως
τη μόνη εφικτή λύση στο
οικονομικό της αδιέξοδο, το
οποίο είχε αντίκτυπο σε ολόκληρη
την εθνική οικονομία. Με
αποδεκατισμένα τα αποθέματά της
από τις πιστώσεις προς το
Δημόσιο (κυρίως για έργα
αποκατάστασης των προσφύγων), η
Τράπεζα αδυνατούσε να ασκήσει το
πιστοδοτικό της έργο και ο
επιχειρησιακός τομέας είχε
στερηθεί την πιο σημαντική πηγή
δανεισμού του.
Το νέο
αναγκαστικό δάνειο εφαρμόστηκε
με τον ακόλουθο τρόπο: Όλα τα
τραπεζογραμμάτια (εκτός από τις
καταθέσεις) από 50 δραχμές και
πάνω κόπηκαν σε δύο στελέχη. Το
ένα αντιπροσώπευε τα 3/4 του
συνόλου και εξακολούθησε να
λειτουργεί ως χαρτονόμισμα, ενώ
το άλλο 1/4 μετατρεπόταν σε
ομολογία κρατικού δανείου εικοσαετούς
διάρκειας με ετήσιο επιτόκιο 6%
και δικαίωμα συμμετοχής σε
λαχειοφόρο κλήρωση. Για να
αποφύγει τις εύλογες συγκρίσεις
με το προηγούμενο αναγκαστικό
δάνειο της κυβέρνησης
Πρωτοπαπαδάκη το 1922, ο
υφυπουργός Οικονομικών εξηγούσε
στους "δανειστές" του
Δημοσίου: "ως γνωστόν το
προϊόν του δανείου εκείνου [1922]
προωρίζετο και εσπαταλήθη εις
πολεμικάς ανάγκας, ενώ το προϊόν
του σημερινού επανακάμπτει διά
της Εθνικής Τραπέζης εις χείρας
κατ' επιλογήν παραγωγικάς". Το
δάνειο αποτέλεσε μέτρο που έθιγε
τις λιγότερο εύρωστες
κοινωνικές ομάδες. Aυτό
συνέβαινε καθώς μειωνόταν
αναλογικά (κατά 25%) η αγοραστική
τους δύναμη. Eξάλλου, μην έχοντας
μεγάλη δυνατότητα αποταμίευσης,
δεν προχωρούσαν σε τραπεζικές
καταθέσεις, αλλά διατηρούσαν τις
οικονομίες τους στο σπίτι.
Από το
συνολικό προϊόν του δανείου των
1.250 εκατομμυρίων, 661 εκατομμύρια
διατέθηκαν στην Εθνική Τράπεζα
έναντι του κυμαινόμενου χρέους
και τα υπόλοιπα για να
αντιμετωπιστούν τρέχουσες
ανάγκες του Δημοσίου. Ένα από τα
αποτελέσματα της πολιτικής
αυτής ήταν η περιστολή της
κυκλοφορίας του νομίσματος. Στις
αρχές Ιανουαρίου 1926 η κυκλοφορία
έφτασε τα 5.339 εκατομμύρια και η
τιμή της στερλίνας τις 378 δραχμές,
ενώ ως το τέλος του μήνα η
κυκλοφορία έπεσε στα 4.195
εκατομμύρια και η τιμή της
στερλίνας στις 343 δραχμές.
Ένα
από τα σημαντικότερα
αποτελέσματα του αναγκαστικού
δανείου του 1926 υπήρξε η βελτίωση
των οικονομικών της Eθνικής Tράπεζας.
Πράγματι, η Eθνική ωφελήθηκε
άμεσα από τη μερική εξόφληση του
δημόσιου κυμαινόμενου χρέους,
για την οποία χρησιμοποιήθηκε
περίπου το μισό των χρημάτων που
συγκεντρώθηκαν από το δάνειο.
Στις αρχές Ιανουαρίου το
ταμειακό της ισοζύγιο ήταν 208
εκατομμύρια δραχμές, αλλά ως το
τέλος του μηνός έφτασε τα 957
εκατομμύρια. Η Τράπεζα απέσυρε
αμέσως από την κυκλοφορία
τραπεζογραμμάτια που είχαν
εκδοθεί με κάλυμμα το λογαριασμό
της Επιτροπής Αποκαταστάσεως
Προσφύγων.
Το
αναγκαστικό δάνειο επέδρασε
βραχυπρόθεσμα και ως
αντιπληθωριστικό μέτρο στην
οικονομία. Η περιστολή της
αγοραστικής δυνατότητας του
κοινού κατά το 1/4 μείωσε τη
ζήτηση καταναλωτικών προϊόντων
αλλά και την κυκλοφορία του
χρήματος κατά 25%, γεγονός που
βραχυπρόθεσμα βελτίωσε, όπως ήδη
αναφέρθηκε, την τιμή της δραχμής
έναντι της στερλίνας. Από τις
αρχές Μαρτίου ωστόσο η δραχμή
άρχισε πάλι την πτωτική της
πορεία και ως τα μέσα Απριλίου
έφτασε σε επίπεδα χαμηλότερα από
εκείνα στα οποία βρισκόταν πριν
από την επιβολή του αναγκαστικού
δανείου. Η κυβερνητική εξάλλου
πολιτική να διαθέτει η Εθνική Tράπεζα
μεγάλες ποσότητες ξένου
συναλλάγματος στην αγορά, για να
σταθεροποιηθεί η τιμή της
δραχμής, είχε ως αποτέλεσμα να
κινδυνεύουν τα συναλλαγματικά
αποθέματα της Τράπεζας, χωρίς να
σταματήσει και η πτώση της
δραχμής. Από το Μάιο του 1925 ως τον
Αύγουστο του 1926 η δραχμή έχασε το
55% της αξίας της έναντι της
στερλίνας(460 δραχμές τον
Αύγουστο).
Η
έλλειψη εμπιστοσύνης προς το
εθνικό νόμισμα (αποτέλεσμα του
πρώτου αναγκαστικού δανείου, 1920)
επιτάθηκε μετά την επιβολή του
νέου αναγκαστικού δανείου και
ενίσχυσε την κερδοσκοπία του
συναλλάγματος, που μαζί με τη
ζήτηση χρήματος αποδεκάτιζαν
πάλι τις καταθέσεις της Εθνικής.
Έτσι, η Έθνική παρά τη
συντηρητική πιστοδοτική
πολιτική της κινδύνευε το
καλοκαίρι του 1926 τόσο από
στενότητα ρευστών διαθεσίμων
όσο και από επικίνδυνη μείωση
των συναλλαγματικών καλυμμάτων.
Για μια ακόμα φορά η Τράπεζα
βρέθηκε σε αδυναμία να συνεχίσει
το πιστοδοτικό έργο της, ενώ
αναγκάστηκε να μειώσει ακόμα
περισσότερο την κυκλοφορία του
χρήματος λόγω απώλειας
συναλλαγματικών καλυμμάτων. Τα
αποθέματα συναλλάγματος από £
3.182.825 στις 31 Δεκεμβρίου 1925
μειώθηκαν σε £ 606.000 στις 31 Iουλίου
1926, με αποτέλεσμα η νομισματική
κυκλοφορία, που κυμαινόταν
ανάλογα με τις αυξομειώσεις των
καλυμμάτων σε συνάλλαγμα, να
συρρικνωθεί ανάλογα. Η πίεση που
δέχτηκε η Εθνική για να διαθέσει
συνάλλαγμα στην αγορά, ώστε να
χάσει σημαντικά αποθέματα, σε
εποχή μεγάλης διακύμανσης της
τιμής της στερλίνας προς τα άνω,
αποτέλεσε τη σοβαρότερη αιτία
αντίθεσης της διοίκησης του
ιδρύματος με τη δικτατορία του
Θεόδωρου Πάγκαλου
Aμέσως
μετά την πτώση της δικτατορίας του
Πάγκαλου (1926) η κακή οικονομική
κατάσταση της χώρας απαιτούσε ριζικές
και άμεσες παρεμβάσεις. Σχηματίσθηκε
οικουμενική κυβέρνηση
υπό τον Ζαΐμη. Καθώς η Ελλάδα, χρειάζεται
νέα δάνεια από το εξωτερικό, τίθεται και
πάλι υπό την κηδεμονία των πιστωτών της
υπό την προεδρεία του Γενικού Γραμματέα
της επιτροπής εμπειρογνωμόνων, Avenol,
που αυτή τη φορά συστήνουν τη δημιουργία
ανεξάρτητης κεντρικής τράπεζας,
επιφορτισμένης με τη διατήρηση της
νομισματικής σταθερότητας.
Η
πρόταση αυτή έγινε δεκτή και στις 15 Σεπτεμβρίου
του 1927 με τnν υπογραφή του πρωτοκόλλου
της Γενεύης ορίσθηκαν οι όροι κάτω από
τους οποίους η Κοινωνία των Εθνών θα
έδινε τnν εγγύησή της για τη σύναψη
διεθνούς δανείου προς τnν Ελλάδα ύψους
9.000.000 λιρών Αγγλίας. Το δάνειο αυτό θα
χρησιμοποιείτο για τη σταθεροποίηση της
δραxμής, τnν εκκαθάριση παλαιών διεθνών
οφειλών της χώρας και την αποκατάσταση
των προσφύγων.
‘Ενας από τους όρους του πρωτοκόλλου
της Γενεύnς ήταν η υποχρέωση από
ελληνικής πλευράς για δημιουργία
ξεχωριστής εκδοτικής τράπεζας με τnν
επωνυμία "Τράπεζα της Ελλάδος". Η
νέα αυτή εκδοτική τράπεζα άρχισε Τη
λειτουργία της στις 14 Μαΐου του 1928 κάτω
από εξαιρετικά καλές συνθήκες.
Η Τράπεζα
της Ελλάδος ιδρύεται στις 14/05/1928, και η
δραχμή εντάσσεται και πάλι στον κανόνα
χρυσού-συναλλάγματος στο επίπεδο 1000 γρμ.
χρυσού ίσο με 51.212,87 δραχμές. Η σύνδεση
της δραχμής με τον χρυσό έγινε μέσο της
Αγγλικής λίρας με ισοτιμία : 1 λίρα
Αγγλίας = 375 δραχμές.
Tnv
ίδια χρονιά ο Ελευθέριος Βενιζέλος επανέρχεται
στην ενεργή πολιτική σκηνή τnς Χώρας και
οι κυβερνήσεις του θα προσπαθήσουν μέχρι
το 1932 να ανασυγκροτήσουν την εθνική
οικονομία που ακόμα υπέφερε από τα καταστροφικά
γεγονότα του 1922.
Μία από τις προτεραιότητες του
Βενιζέλου ήταν η αναδιαπραγμάτευση των
πολεμικών αποζημιώσεων που οφείλοντο
στην Ελλάδα από τον Α· παγκόσμιο πόλεμο.
Στον τομέα αυτό πέτυχε νέες ευνοϊκές
ρυθμίσεις και η οικονομική Βοήθεια που
θα λάβαινε η χώρα τα επόμενα 30 χρόνια
ήταν σημαντικότατη.
Με
την ίδρυση της νέας τράπεζας, της
μεταβιβάστηκαν στοιχεία
ενεργητικού (κυρίως χρυσός και
ομόλογα του Δημοσίου) και
παθητικού (το εκδοθέν
χαρτονόμισμα και ιδίως οι
καταθέσεις του Δημοσίου) από την
Εθνική Τράπεζα.
Η
Τράπεζα της Ελλάδος άρχισε
τη λειτουργία της τον Μάιο
του 1928 με προσωπικό 500 ατόμων.
Στη συνέχεια η Τράπεζα
άνοιξε έναν αριθμό
πρακτορείων και
υποκαταστημάτων κυρίως για
την τροφοδότηση των τοπικών
αγορών σε χαρτονόμισμα και
για τη διενέργεια πληρωμών ή
και εισπράξεων για
λογαριασμό του Δημοσίου.
Στις 4 Απριλίου 1938 η έδρα της
Τράπεζας μεταφέρθηκε στη
σημερινή της θέση. |

Το
πρώτο κτήριο της
Τραπέζης
της Ελλάδος
|
Απόσπασμα Πρακτικών Γενικού Συμβουλίου
14.5.1928 για το έμβλημα της
τραπέζης: Ο κ. Διοικητής ανακοινοί ότι το
έμβλημα της Τραπέζης της Ελλάδος σχεδιασθέν εν είδει
αρχαϊκού Νομίσματος παριστά την Αθηνάν καθήμενην επί
αρχαϊκού καθίσματος εν κατατομή και βλέπουσαν προς τα
δεξιά. Επί της κεφαλής φέρει το Αττικόν
κράνος, κρατεί δε δια της δεξιάς κλάδον ελαίας, σύμβολον
της ειρήνης. Παρά το κάθισμα της Αθηνάς ίσταται το
μυθικόν ζώον «Γρύψ» όστις παρ’αρχαίοις εθεωρείτο
«χρυσοφύλαξ».Έχει σώμα λέοντος πτερωτού και κρατεί
βέλος εις το στόμα, στηρίζεται δε δια των τριών ποδών
επί στάχυος, συμβόλου της χρυσοφόρου πηγής και
ευημερίας. Κάτωθι ακριβώς του στάχυος είναι το έτος της
ιδρύσεως της Τραπέζης της Ελλάδος, 1928, και κυκλικώς
περί την Αθηνάν εντός του περιβάλλοντος αυτήν κύκλου, ο
τίτλος της Τραπέζης με κεφαλαία κλασσικά
ψηφία. |
 |
Η κατάρρευση του χρηματιστηρίου
της Νέας Υόρκης το 1929 δημιούργησε πολύ
μεγάλη κρίση στην παγκόσμια οικονομία.
Στις 20/10/1931 η Αγγλία, λόγο της
συνεχιζόμενης κρίσης, εγκαταλείπει την
σταθερή ισοτιμία λίρας-χρυσού και
αφήνει το νόμισμα της να υποτιμηθεί
ελεύθερα.
Η
ελληνική αγορά αντέδρασε με πανικό στις
καινούργιες εξελίξεις και φοβούμενη την
τύχη τnς δραxμής πολιόρκησε τις τράπεζες
αλλάζοντας τις δραxμές με συνάλλαγμα.
Μέσα σε πέντε μέρες η τράπεζα της
Ελλάδος αντάλλαξε δραxμές με συνάλλαγμα
ύψους 3.613.961 δολαρίων, ποσό που
αντιστοιχούσε σχεδόν στο τότε σύνολο
των συναλλαγματικών της αποθεμάτων.
Κάτω
από αυτές τις συνθήκες η κυβέρνηση
αναγκάστηκε να δημοσιεύσει τον πρώτο
αναγκαστικό νόμο Προστασίας του εθνικού
νομίσματος, Βάζοντας για πρώτη φορά
περιορισμούς στη μέχρι τότε ελεύθερη
διακίνηση συναλλάγματος και χρυσού χώρα.
Με νομοθετικό διάταγμα το Φεβρουάριο
του 1932, η τράπεζα της Ελλάδος
απαλλάχθηκε από την υποχρέωση της ν
ανταλλάσσει τις ελληνικές δραxμές με
συνάλλαγμα. Η αγοροπωλησία
συναλλάγματος επιτράπηκε για
πραγματικές μόνο εμπορικές ανάγκες.
Οι εξαγωγείς ελληνικών προϊόντων υποxρεώθηκαν
να δραxμοποιούν αμέσως τις εισπράξεις
τους από το εξωτερικό στην Τράπεζα της
Ελλάδος. Λίγους μήνες αργότερα ήταν πια
φανερό ότι τα οικονομικά μέτρα σταθεροποίησης
της δραxμής είxαν αποτύχει και στις 26
Απριλίου του 1932, με το νόμο 5422, η κυβέρνηση
επανήλθε στο παλαιό γνωστό καθεστώς της
αναγκαστικής κυκλοφορίας παίρνοντας
παράλληλα σκληρότερα μέτρα
αστυνόμευσης για το συνάλλαγμα και τη
νομισματική κυκλοφορία.
Η
αποτυχία της προσπάθειας
σταθεροποίησης της δραχμής και η
επαναφορά του μέτρου της αναγκαστικής
κυκλοφορίας θ αποτελέσουν αντικείμενο
έντονης κριτικής από την αντιπολίτευση
του λαϊκού κόμματος προς την κυβέρνηση
των φιλελευθέρων του Ελευθέριου
Βενιζέλου. Κάτω από το βάρος της
παγκόσμιας οικονομικές κρίσης ο
Βενιζέλος Θα χάσει τις επόμενες εκλογές.
Η νέα κυβέρνηση, που σχηματίστηκε στα
τέλη του 1932 από το λαϊκό κόμμα υπό τον
Παναγιώτη Τσαλδάρη, έθεσε ακόμη και θέμα
ύπαρξης της Τράπεζας της Ελλάδος.
Για να προστατεύσει η χώρα μας
την σταθερή ισοτιμία της δρχ. με το χρυσό,
που μέχρι τότε ήταν συνδεδεμένη μέσω της
Αγγλικής λίρας, παίρνει την απόφαση να
συνεχιστεί η ισοτιμία αυτή με το χρυσό
μέσο του Αμερικάνικου δολαρίου. Η νέα
ισοτιμία ορίστηκε σε 1 δολάριο ΗΠΑ ίσο με
77,05 δραχμές. Το 1933 οι ΗΠΑ εγκαταλείπουν
το χρυσό σα νομισματική βάση και ένα
χρόνο αργότερα θα υποτιμήσουν το
νόμισμα τους. Το γεγονός αυτό ενίσχυσε
την Ελληνική δραχμή.
Στη
δεκαετία του 1930 και κάτω από το βάρος των
συναλλαγματικών αλλαγών οι χώρες
μετέτρεψαν τις μεταξύ τους εμπορικές
συναλλαγές από ελεύθερες σε ελεγxόμενες,
μέσω συστημάτων cΙeαning. Η κατάσταση
παρέμενε ταραγμένη όταν το 1936 νέες
νομισματικές εξελίξεις Θα συμβούν στην
Ευρώπη. Οι τρεις τελευταίες Χώρες που
ακολουθούσαν την xρυσή Βάση, Γαλλία,
Ολλανδία και Ελβετία, αναγκάστηκαν να
την εγκαταλείψουν. Την ίδια περίοδο
υπογράφεται μια διεθνής συμφωνία μεταξύ
Αγγλίας, Γαλλίας και Ηνωμένων Πολιτειών
η οποία σαν σκοπό της είχε να
συγκρατήσει τη νέα συναλλαγματική
ισορροπία και να μειώσει τις
διακυμάνσεις των διεθνών νομισμάτων. |

Το
νέο κτήρο της ΤΤΕ |
Η
Ελληνική κυβέρνηση, κάτω από τις νέες
εξελίξεις, θα συνδέσει πάλι τη δραxμή με
τη λίρα Αγγλίας, και θα μετατρέψει τα
αποθέματα της Τράπεζας της Ελλάδος σε
χρυσό. Το τέλος της ταραγμένης αυτής
δεκαετίας βρήκε τη διεθνή κοινότητα να
βγαίνει από την οικονομική κρίση του 1929,
ενώ σημαντικά γεγονότα
διαδραματίζονταν στον πολιτικό στίβο.
Στην Ελλάδα, μετά από ένα αποτυχημένο
κίνημα το 1935, ο Ελευθέριος Βενιζέλος Θ
εγκαταλείψει τη Χώρα. Ο μεγάλος αυτός
πολιτικός Θα πεθάνει στο εξωτερικό την
επόμενη Χρονιά.
Μετά την αποτυχία του Βενιζελικού
κινήματος, ο νέος ισχυρός πολιτικός
άνδρας, Γεώργιος Κονδύλης επανέφερε το
1936 τη Βασιλεία και τον Γεώργιο Β από την
εξορία. Την ίδια Χρόνια, στις 4 Αυγούστου,
ο νέος πρωθυπουργός, Ιωάννης Μεταξάς,
ανέστειλε άρθρα του Συντάγματος
ανοίγοντας έτσι το δρόμο για την
εγκαθίδρυση του δικτατορικού του
καθεστώτος.
/Κορυφή/
|